906 lecturas

ΕΒΡΕΧΕ ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Όσο κι αν εξαπατήθηκα απ’ την βροχή
θα επιμείνω κι άλλο.
Παρόλο που ζούμε μια τραγωδία,
αυτό το σούρουπο αισθάνομαι μια γλύκα αλλιώτικη!
Και επειδή έχω μια μανία να γλιτώνω απ’ το φθινόπωρο
ξεχνάω τις αντοχές μου.
Ούτε μια στιγμή δεν μας έχουν αφήσει να ζήσουμε,
το μέσα μας δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα
όμως περιμένουμε απ’ τους ρομαντικούς
να έρθουν να μας σώσουν.
Αν και ασύμβατα αυτά
δεν είδα κανέναν ν’ αποχωρεί από το γλέντι.
Αποφάσισα λοιπόν,
αφού μας έχουν ταράξει στο ανώφελο
να κατηφορίζω προς τα πίσω.
Το κοινό μου φυσικά έχει περιοριστεί
αλλά αυτό είναι κάτι που πάντα με γοήτευε.

***

LLOVIÓ TANTO QUE TE PERDISTE PARA SIEMPRE

No importa cuánto me engañe la lluvia,
perseveraré.
¡Aunque vivamos una tragedia, en este ocaso
me embarga una dulce alteridad!
Y como tengo la manía de escapar del otoño,
olvido mi resistencia.
No nos han dejado vivir ni un solo momento,
tampoco nos preocupa nuestro interior y,
sin embargo, esperamos a que
los románticos vengan a salvarnos.
Aunque incompatibles, a nadie vi
abandonar la fiesta.
Así que decidí, luego de sacudirnos
hasta el punto de no retorno,
descender hacia atrás.
Mi audiencia, por supuesto, es limitada,
pero esto es algo que siempre me ha fascinado.


ΜΕΡΑ ΔΙΟΛΟΥ ΗΣΥΧΗ

Το σκοτάδι δεν τ’ αρνήθηκα,
αφέθηκα,
ήξερα πως δεν γίνεται ταξίδι
απ’ το σκοτάδι στο φως έτσι απλά,
χωρίς τίποτα να μην έχει ειπωθεί.
Τέτοιες φανταστικές ημέρες
και τις ξοδεύουμε ανησυχώντας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε και διόλου δεν ηρεμήσαμε.
Επειδή ακόμα μας τρομάζει το ένστικτο μας.

***

UN DÍA COMO UN DIABLO TRANQUILO

No me negué a la oscuridad,
me dejé llevar;
así supe que no hay viaje de regreso
a la luz, y nada dije.
Qué días tan fantásticos
y con qué angustia los pasamos.
Todavía no amanece y tampoco hallamos la paz.
Nuestros instintos aún nos asustan.


ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Αόρατο παιδί
προσπερνάει τους τοίχους του νηπιαγωγείου,
βγάζει ως ήχο το σχήμα του ελαφιού
που κατασπαράζει τη μητέρα.
Ύποπτος άνεμος
που καταφεύγει στην ιδέα για τη λύτρωση.
Αόρατο παιδί
σκαρφαλώνει το λίθο του Σισύφου
φυτρώνει ένα όπλο σκοτώνοντας τις ανώτερες εντολές.
Κουνάει το σώμα νωχελικά,
και είναι πρηνής εμπρός τους.
Κοιτάζει την κορυφή του βουνού,
τον ουρανό της μελλοντικής του ανακάλυψης.
Εφιάλτης αιωνίως αγεφύρωτος.
Και είμαι ο υπαίτιος.
Και είσαι ο υπαίτιος.
Επιμελείς στην υπαιτιότητα.
Υπ’ όψιν: είμαστε τρομοκρατημένοι
πως θα ζήσουμε-δίχως λόγο-
μέσα στην ησυχία τους
και δεν θα έχουμε προλάβει να σώσουμε κανέναν.
Το αυλακώνει η μέρα το παιδί.
Απελπιστικό.

***

HIMNO A LA INFANCIA

Un niño invisible
atraviesa las paredes de la guardería,
hace el sonido de un venado
que devora a su madre.
Un viento sospechoso
se refugia en la idea de la redención.
Un niño invisible
sube a la piedra de Sísifo
y crece una rama que aniquila a las órdenes superiores.
Perezoso, mueve su cuerpo,
y se postra ante ellas.
Contempla en la cima de la montaña,
el cielo de su futuro descubrimiento.
Una pesadilla eternamente infranqueable.
Y yo tengo la culpa.
Y tú tienes la culpa.
Somos diligentes por la culpa.
Ten en cuenta: nos aterra tener
que vivir -sin razón-
en su paz, sin tiempo de salvar a nadie.
El día se desgasta en el niño.
Desesperado.


Τ’ ΑΗΔΟΝΙΑ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΟΥΝ

Σε άκουσα, βγήκα τραυματισμένη
έξω απ’ το άσπρο μου δωμάτιο
μου φίλησες τις πέτρες

που είχα ξεχασμένες στο λαιμό.
Κοιτούσα την ερημιά στο δρόμο,
κι ουρλιάζανε τ’ αηδόνια
γ’ αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.
Είπα,
θα φύγω νωρίς τ’ απόγευμα
να μην κουράζονται τα χέρια και η αναπνοή σου
αλλά στον εαυτό μου βλέπω φάντασμα.
Μου’ φερνες –τί νύχτα ήταν στ’ αλήθεια-
καινούργια λόγια,
και εκεί που κοιμόσουν
ως συνήθως κοντά στην απουσία,
έφυγα,
γ’ αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.

***

LOS RUISEÑORES SABEN CALLAR

Te escuché y salí herida de mi blanca habitación,
besaste las piedras que había
olvidado en mi cuello.

Miré la desolación de la calle
y los ruiseñores gritaban,
por eso creo que te dejé:
para aprender lo mejor.
Dije:
“me iré temprano en la tarde
para que no se te cansen las manos y el aliento,
pero veo un fantasma en mí”.
Me trajiste -era de noche-
palabras nuevas;
dormías, como siempre,
cerca de la ausencia,
y me fui.
Sí, por eso creo que te dejé:
para que aprender lo mejor.


ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

Τ’ άστρα τα θελήσαμε
για να μας λείπει κάτι όμορφο.
Υψίστως, ορθά
ή πλαγιαστά
-με κεφαλαία γράμματα
προς την πανσέληνο ή μη-
είμαστε ολομόναχοι.
Αφού μας το λένε και στον ύπνο μας:
δεν υπάρχει οικειότητα
λόγω της έλλειψης του ανέμου.
Μην κλαις δίπλα στο φως
μην εγκαταλείπεις, και μην εξηγείς
το πόσο παράδοξα χορεύω βαλς με τους αγγέλους.
Κουρασμένα και ειρωνικά
ζούμε μια αιχμαλωσία.
Όποιος περιμένει κάπως λυπηρά
να κατέβει ο ουρανός και να μιλήσει,
στο τέλος από ανάγκη

θα κάνει την είσοδο του το φθινόπωρο.
Μην κλαις με ματαιότητα,
όσο παλεύεις με τις συμπληγάδες
θα την παθαίνεις συνεχώς.
Εγώ και ο άλλος
δεν βογκάμε.
Να το θυμάσαι.

***

NO LLORES CERCA DE LA LUZ

Queríamos las estrellas
para perdernos algo hermoso.
En lo alto, erguidos
u oblicuos,
-en mayúsculas hacia
la luna llena o no-
estamos solos.
Porque nos lo dicen hasta en sueños:
no hay intimidad por falta de viento.
No llores junto a la luz, no te rindas,
y no expliques cómo,
paradójicamente,
bailo un vals con los ángeles.
Cansada, vivimos en cautiverio.
Cualquiera que espere, con algo de tristeza,
a que el cielo baje y hable,
eventualmente,
por necesidad,

lo verá entrar en el otoño.
No llores en vano,
mientras peleas con tu pareja,
lo conseguirás todo el tiempo.
Yo y el otro
no gemimos.
Recuérdalo siempre.


FRANCEZKA AVERBACH

1987, Atenas. Poeta. Estudió pedagogía. Aprendió a escribir poesía en el taller de la Fundación Takis Sinopoulos. Fue miembro del equipo editorial de Mandragora Ediciones. Autora del poemario: Losses, Thrace, 2019, con el que fue nominada a los premios «Zen Moreas Poetry Awards 2020». Vive y trabaja en Edimburgo, Escocia.

Deja un comentario

Tu dirección de correo electrónico no será publicada. Los campos obligatorios están marcados con *

Scroll al inicio